- κονιατήρ
- κονιατήρ, -ῆρος, ὁ (Α)βλ. κονιατής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονιατής — και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ) εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κρα τήρ, στα τήρ)] … Dictionary of Greek